- πυριφλεκτος
- πυρίφλεκτοςπυρί-φλεκτος21) обожженный, обгорелый
(κάμακες Aesch.)
2) огненный, пламенный(πόθοι Anth.)
3) опаленный завивкой(βοστρύχια Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(κάμακες Aesch.)
(πόθοι Anth.)
(βοστρύχια Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
πυρίφλεκτος — burnt masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρίφλεκτος — ον, Α αυτός που αναδίδει πύρινη φλόγα ή αυτός που λάμπει από φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + φλεκτος, ρηματ. επίθ. τού φλέγω που απαντά μόνο εν συνθέσει (πρβλ. ά φλεκτος, ημί φλεκτος)] … Dictionary of Greek
πυρίφλεκτον — πυρίφλεκτος burnt masc/fem acc sg πυρίφλεκτος burnt neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυριφλέκτοιο — πυρίφλεκτος burnt masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυριφλέκτοις — πυρίφλεκτος burnt masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυριφλέκτοισι — πυρίφλεκτος burnt masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυριφλέκτους — πυρίφλεκτος burnt masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυριφλέκτῳ — πυρίφλεκτος burnt masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρίφλεκτα — πυρίφλεκτος burnt neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρίφλεκτοι — πυρίφλεκτος burnt masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
огнепальный — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} , (греч. πυρίφλεκτος) палимый огнем,… … Словарь церковнославянского языка